- έμπολις
- ἔμπολις, ο, η (Α)1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔμπολις — belonging to the city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόλει — ἔμπολις belonging to the city fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπόλεϊ , ἔμπολις belonging to the city fem dat sg (epic) ἔμπολις belonging to the city fem dat sg (attic ionic) ἐμπολάω get by barter pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπολιν — ἔμπολις belonging to the city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
народьныи — (8*) пр. 1.Народный, людской: Оукланѧисѧ часто народьнааго мѧтежа. Изб 1076, 254; в тихости быти. к себѣ же и не приѥмлюще чювьствы. плища народнаго въ д҃шю. (τοὺς ἐκ τῶν αἰσϑητῶν ϑορύβους!) ПНЧ XIV, 144б; хранисѧ ѿ таковы˫а стрѣлы не исходить въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek